Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ


Μπορούμε να ορίσουμε το legacy μιας ομάδας ως το σύνολο των αποτυπωμάτων που αφήνει στο χρόνο καθώς εγκαταλείπει κάθε θέση που σποραδικά καταλαμβάνει, πριν κινηθεί για την επόμενη. Κορυφές κι απογοητεύσεις, υπερβάσεις, του ύψους ή του βάθους, αξέχαστες και ξεχασμένες –για ποιον άραγε λόγο;- βραδιές, zoom in στους παίκτες και zoom out στις συνθήκες που αυτοί αγωνίζονταν –όλα είναι σημεία διάσπαρτα σ’ ένα χάρτι, και το legacy το ανθρώπινο χέρι που επιχειρεί ν’ ανακαλύψει (ή μήπως να εφευρέσει;) το γεωμετρικό σχήμα που τα ενώνει.

Το legacy δεν είναι μόνο νίκες ή ήττες –ο τρόπος που αυτές ήρθαν το διαμορφώνει εξίσου. Το legacy δεν είναι η ιστορία μιας ομάδας: αν η δεύτερη αποτελεί τον μεγάλο τόμο που περιλαμβάνει κάθε καταγράψιμη λεπτομέρεια της πορείας ενός συλλόγου, το legacy είναι το μικρό τομίδιο που παρουσιάζει την πιο πρόσφατη και κυρίαρχη πτυχή της, .

Τα τελευταία χρόνια η παρακαταθήκη καμιάς ευρωπαϊκής ομάδας δεν έχει μεταβληθεί τόσο όσο του Ολυμπιακού. Δεν μπορούμε να δεχθούμε αβασάνιστα ότι είναι η καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα την τελευταία οχταετία, όπως υποστήριζουν οι πρόεδροί του, αλλά είναι χωρίς αμφιβολία στην καλύτερη φάση της δικής του ιστορίας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά των back-to-back ευρωπαϊκών, αλλά εκεί βρίσκεται για τον καθένα η (μη-χρονική) αφετηρία της υπόθεσης.


Υπάρχει ένα παράδοξο στις επιτυχίες της Κωνσταντινούπολης και της Μαδρίτης: ο Ολυμπιακός δεν ήταν φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου καμία από τις δύο χρονιές, σε κανένα σημείο καμίας σεζόν. Αυτό είναι σπάνιο για μια ομάδα που φτάνει μέχρι το τέλος του δρόμου, κι είναι ανήκουστο για όποια το καταφέρνει δύο συνεχόμενες φορές. Ήταν, όμως, τόσο απρόσμενο; 

Ο Ολυμπιακός ακολούθησε μία τάση η οποία άρχισε ν’ αχνοφαίνεται με την πρόκριση του Παναθηναϊκού, με μειονέκτημα έδρας, επί της Μπαρτσελόνα το 2011, σε μια χρονιά όπου (παρά το ότι αποτελεί την κορυφαία που έκανε ο Διαμαντίδης) παρέπαιε κι ήταν έκπληξη ακόμα κι η παρουσία του στο Final Four. Συνεχίστηκε με την εκ νέου πρόκριση των πρασίνων ένα χρόνο μετά στην Πόλη, με τις κατακτήσεις του Ολυμπιακού την ίδια και την επόμενη σεζόν, κι έκλεισε, τουλάχιστον από πλευράς κατακτήσεων, με την κορυφή της Μακάμπι το 2014.

Μετά απ’ αυτήν την τετραετία, η έννοια του φαβορί κι όσα αυτή περιλαμβάνει έμοιαζε μ’ ένα φωσφορίζον αλλά κενό γράμμα, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο  συνήθως ισχύει. Υπάρχουν, βέβαια, πολλά μεμονωμένα παραδείγματα ομάδων που έκαναν το ίδιο, αλλά κανένα που ο τίτλος να’ χει κατακτηθεί από ομάδα μη-φαβορί τέσσερις συνεχόμενες χρονιές.

Παρότι Παναθηναικός κι Ολυμπιακός δηλώνουν παρών στην ίδια και αυτή τάση, ο πρώτος ως η ομάδα που την ξεκίνησε κι ο δεύτερος ως η ομάδα που την επέβαλε, τους  χωρίζει μια μεγάλη διαφορά. Ο Παναθηναϊκός, ήδη από το 2010 και μέχρι την αποχώρηση Ομπράντοβιτς έδειχνε σημάδια κορεσμού κι ήταν φανερό ότι σύντομα θα χρειαζόταν μια ολική αλλαγή –είτε αλλαγή προπονητή, είτε ριζική ανανέωση του ρόστερ. Η περίοδος της ακμής του είχε περάσει, της παρακμής ερχόταν, κι έμοιαζε αργός, αδιάφορος και γερασμένος, σα να περιμένε μια κλεψύδρα ν’ αδειάσει. 

Πιο σχηματικά: ο Παναθηναϊκός ήταν η ομάδα που όφειλε ν’ αρχίσει τις προετοιμασίες για την πτώση της. Ο Ολυμπιακός αυτή που όφειλε να συνειδητοποιήσει την αρχή της εκτόξευσή της.


Ο τρόπος που ο Ολυμπιακός κάλυψε το κενό που έδειχνε να δημιουργείται θύμισε σε όλους ότι το μέλλον ενδέχεται να’ ναι τρομακτικό. Γρήγορος, σε σκέψη κι εκτέλεση, ψύχραιμος κι αθλητικός, με steps-ups μιας σειράς παικτών που έμοιαζε τώρα να πλησιάζει το potential της κι όχι να κατοικεί σ’ ένα over-performing φεγγάρι, και δυο παίκτες ορισμό της συνέπειας στην κορυφή, τον καλύτερο σκόρερ και το καλύτερο τεσσάρι της διοργάνωσης. Ο Ολυμπιακός, στιγμές-στιγμές τουλάχιστον, έδινε την εικόνα μιας two-way team που έρχεται απο ένα αναπόφευκτο μέλλον στο οποίο οι υπόλοιποι θ’ αργήσουν να βρεθούν (το κατά πόσο ακολούθησε στο απόλυτο εκείνο το momentum είναι διαφορετική συζήτηση).


Εκείνα τα δυο ευρωπαϊκά, που όσο περνάει ο χρόνος μοιάζουν σαν ένα γεγονός, ήταν η τελετή ενηλικίωσης του Ολυμπιακού –όχι απλώς του αγωνιστικού του τμήματος, αλλά ολόκληρου του οργανισμού. Είναι σημαντικό εδώ να καταλάβει κανείς πως οι αποτυχίες των χρόνων που προηγήθηκαν βοήθησαν τον Ολυμπιακό να μεγαλώσει. Ο Ολυμπιακός ήταν για χρόνια, κι αναφερόμαστε στις χρονιές με τα υπερογκα budget, λαίμαργος κι ανυπόμονος: σε μεταγγραφές, δηλώσεις κι αγωνιστικές συμπεριφορές, από προέδρους και διοικητικούς μέχρι προπονητές και παίκτες. Η πιο χαρακτηριστική εικόνα αυτής της περιόδου έρχεται στις 29 Οκτωβρίου 2006, στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ για την κανονική περίοδο: είναι τα υψωμένα χέρια του Γκέρσον κι οι χειρονομίες του προς την εξέδρα στο τρίποντο του Μουλαομέροβιτς, η βιασύνη του να πανηγυρίσει, σ’ έναν αγώνα που τελικά κρίθηκε υπέρ των πρασίνων από το κλέψιμο του Διαμαντίδη στον Κροάτη play-maker

Υπάρχουν κι άλλες ανάλογες περιπτώσεις: ο τελικός με την Μπαρτσελόνα, ο ημιτελικός του Βερολίνου, η τάπα στον Άκερ, οι χαμένες βολές στον τέταρτο τελικό του ΟΑΚΑ το 2011 –μεμονωμένα περιστατικά, αλλά είναι αγώνες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνηση ένα ισχυρό momentum. Το ότι ο Ολυμπιακός απέτυχε σε όλους φανερώνει, εκτός των άλλων, και μια πνευματική αδυναμία. 

Αυτήν ακριβώς την αδυναμία κατάφεραν να αντιστρέψουν οι Αγγελόπουλοι το καλοκαίρι του 2011. Η νέα πολιτική τους στα συμβόλαια (αν κι ενίοτε υπέρμετρα σκληρή, ειδικά στις ανανεώσεις) έστειλε το μήνυμα μιας ακαριαίας επιβολής αρχών εντός, πρώτα και κύρια, της ίδιας της ομάδας. Το ότι στον πάγκο υπήρχε ο άνθρωπος που μπορούσε να το κωδικοποιήσει καλύτερα από τον καθένα, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, δεν ήταν τύχη, αλλά δική τους επιλογή. 


Έχει γραφεί αρκετές φορές πωςο Ολυμπιακός ήταν τυχερός εκείνη τη σεζόν: ξεπέρασε κάποιες ενδείξεις διοικητικής αστάθειας, ξεπέρασε το άσχημο ξεκίνημα, κι είδε τους δύο παίκτες που πήρε μες τη χρονιά, Λο και Ντόρσει, να κολλάνε καλύτερα απ’ όσο είχε φανταστεί. Δεν ήταν τύχη: όλα αυτά ήταν οι απαραίτητοι κραδασμοί που φέρνει κάθε σύγκρουση μεταξύ του παλαιού με το καινούριο, το αποτέλεσμα της οποίας εγκυμονεί την εξέλιξη κάθε ιστορίας. 

Ο Ολυμπιακός επιχείρησε να γίνει ένας αφελής δυνάστης κι απέτυχε. Θα μπορούσε να τα’χε καταφέρει, αλλά τότε η αφέλεια θα’ μενε πάντα μαζί του ως συστατικό στοιχείο της επιτυχίας. Όταν κατάλαβε ότι σωστές κι ορθολογικές βάσεις σημαίνουν πως δεν μπορεί να είναι ούτε αφελής αλλά ούτε και δυνάστης, αφού ο συσχετισμός δυνάμεων στο ευρωπαϊκό μπάσκετ τείνει διαρκώς προς το δημοκρατικότερο, σταθεροποιήθηκε γρήγορα σε μια υψηλή (αλλά όχι την ψηλότερη) θέση συγκριτικά με τις υπόλοιπες κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες. 


Πλέον, στην αρχή κάθε αγωνιστικής περιόδου, ο Ολυμπιακός δεν είναι ούτε φαβορί ούτε outsider για την κατάκτηση τη Euroleague. Καταλαμβάνει έναν ξεχωριστό χώρο ανάμεσα στις δύο έννοιες, στον οποίο δεν υπάρχει καμία άλλη ομάδα, κι η ακριβής του θέση είναι αδύνατον να περιγραφεί με power rankings. Ο Ολυμπιακός έχει εισάγει το στοιχείο της έκπληξης, της απρόσμενης τροπής ενός αγώνα ή και της ίδιας της διοργάνωσης, τόσες φορές και με τόση ένταση που πλέον έχει πάψει να θεωρείται απρόσδόκητο. Το σημερινό status του Ολυμπιακού είναι αποτέλεσμα διαδοχικών υπερβάσεων. 

 Όταν τη φετινή χρονιά ο Ολυμπιακός κοιτούσε κατάματα τον αποκλεισμό κανείς εντός ή γύρω από την ομάδα δεν πίστευε ότι αυτό όντως θα συμβεί. Αυτό που αιωρούνταν κι αυτό που ο ίδιος ο οργανισμός παρήγαγε σαν αίσθηση ήταν ότι ο Ολυμπιακός κάπως, πάλι, θα βρει τρόπο να το κάνει. Ανεξαρτήτως του ότι δεν τα κάταφερε, πάλεψε μέχρι να σωθούν κι οι τελευταίες μαθηματικές πιθανότητές του, σ’ έναν όμιλο που άλλη ομάδα στη θέση του, μετά από τέτοιο ξεκίνημα, θα’ βγαζε κάτι αρκετά κοντινό σε tanking (όπως η Εφές). Η κοινότυπη ατάκα των προπονητών για συγκέντρωση και στα 40 λεπτά, πέρα από προφανής αγωνιστικός στόχος, στον Ολυμπιακό έχει επεκταθεί κι αποτελεί το θεμέλιο λίθο  ολόκληρου του οργανισμού. 

Η καταξίωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βέβαια, δεν εξασφαλίζει επιτυχίες κι εντός των τειχών (όπως αμφότερες οι ομάδες μας πολλές φορές μας έχουν υπενθυμίσει). Αν ο Παναθηναϊκός κατακτούσε το φετινό πρωτάθλημα, θα είχαμε μια σημαντική ένδειξη πως οι πράσινοι είναι ακόμα και σήμερα η ομάδα απέναντι στην οποία αναιρείται ο χαρακτήρας του Ολυμπιακού που περιγράψαμε παραπάνω. Αν αυτό συνέβαινε, χωρίς ούτε μία διετία συνεχόμενων πρωταθλημάτων, ο Ολυμπιακός δε θα είχε καταφέρει, τουλάχιστον μέχρι φέτος, να προεκτείνει τις Ευρωπαϊκές επιτυχίες αποφασιστικά κι εντός ελληνικού εδάφους.

Η κατάκτηση του φετινού πρωταθλήματος συνεπάγεται μία ακόμη ολοκλήρωση, ένα βήμα ψηλότερα, την επέκταση του status του έτσι ώστε να περιλαμβάνει όλες τις διοργανώσεις στις οποίες ο Ολυμπιακός συμμετέχει. Μερικές φορές, μια εγχώρια πρωτιά είναι εξίσου σημαντική με μια ευρωπαϊκή κορυφή. 











Δεν υπάρχουν σχόλια: